- νηολογώ
- νηολόγησα, νηολογήθηκα, νηολογημένος, γράφω πλοίο στο νηολόγιο κάποιου λιμανιού: Το πλοίο νηολογήθηκε στην Καβάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νηολογώ — νηολογώ, νηολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νηολογώ — ναυτ. εγγράφω πλοίο στο νηολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + λογῶ*] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
νηολόγηση — η ναυτ. η πράξη εγγραφής πλοίου στο νηολόγιο ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. νηολόγησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek